Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
View word page
δυναστικός
δυναστικός from δῠνάστης δυναστικός, ή, όν arbitrary, Arist.

ShortDef

arbitrary

Debugging

Headword:
δυναστικός
Headword (normalized):
δυναστικός
Headword (normalized/stripped):
δυναστικος
IDX:
8921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8924
Key:
dunastiko/s

Data

{'content': 'δυναστικός\n from δῠνάστης\n δυναστικός, ή, όν\n arbitrary, Arist.', 'key': 'dunastiko/s'}