Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυάς
δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
View word page
δυνάστης
δυνάστης δῠνάστης, ου, or δυνάτης, ὁ, poetic Aesch. δύναμαι a lord, master, ruler, of Zeus, Soph.; οἱ δ., Lat. optimates, Hdt.: in Aesch., the stars are λαμπροὶ δυνάσται.

ShortDef

a lord, master, ruler

Debugging

Headword:
δυνάστης
Headword (normalized):
δυνάστης
Headword (normalized/stripped):
δυναστης
IDX:
8920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8923
Key:
duna/sths

Data

{'content': 'δυνάστης\n δῠνάστης, ου,\n or δυνάτης, ὁ, poetic Aesch.\n δύναμαι\n a lord, master, ruler, of Zeus, Soph.; οἱ δ., Lat. optimates, Hdt.: in Aesch., the stars are λαμπροὶ δυνάσται.', 'key': 'duna/sths'}