Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρῶπαξ
δυάς
δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
View word page
δυναστεύω
δυναστεύω δῠναστεύω, fut. -σω to hold power or lordship, be powerful, Hdt., Thuc., etc. from δῠνάστης
ShortDef
to hold power
Debugging
Headword:
δυναστεύω
Headword (normalized):
δυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
δυναστευω
IDX:
8919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8922
Key:
dunasteu/w
Data
{'content': 'δυναστεύω\n δῠναστεύω,\n fut. -σω\n to hold power or lordship, be powerful, Hdt., Thuc., etc.\n from δῠνάστης', 'key': 'dunasteu/w'}