Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρωπακίζω
δρῶπαξ
δυάς
δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
View word page
δυναστεία
δυναστεία δῠναστεία, ἡ, power, lordship, sovereignty, Soph., Thuc., etc. an oligarchy, Thuc., Xen. from δῠναστεύω
ShortDef
power, lordship, sovereignty
Debugging
Headword:
δυναστεία
Headword (normalized):
δυναστεία
Headword (normalized/stripped):
δυναστεια
IDX:
8918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8921
Key:
dunastei/a
Data
{'content': 'δυναστεία\n δῠναστεία, ἡ,\n power, lordship, sovereignty, Soph., Thuc., etc.\n an oligarchy, Thuc., Xen.\n from δῠναστεύω', 'key': 'dunastei/a'}