Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρύφακτος
δρύψια
δρωπακίζω
δρῶπαξ
δυάς
δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
View word page
δυναμόω
δυναμόω δῠνᾰμόω, fut. -ώσω to strengthen: Pass., NTest.
ShortDef
to strengthen
Debugging
Headword:
δυναμόω
Headword (normalized):
δυναμόω
Headword (normalized/stripped):
δυναμοω
IDX:
8916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8919
Key:
dunamo/w
Data
{'content': 'δυναμόω\n δῠνᾰμόω,\n fut. -ώσω\n to strengthen: Pass., NTest.', 'key': 'dunamo/w'}