αἱρετός
αἱρετός
verb. adj. of αἱρέω
that may be taken or conquered, Hdt.; that may be understood, Plat.
(αἱρέομαι) to be chosen, eligible, Plat., Hdt., etc.; ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Menand.
chosen, elected, Plat., etc.