Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἶπος
αἰπός
αἰπυμήτης
αἰπύνωτος
αἰπύς
αἱρέσιμος
αἵρεσις
αἱρετέος
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετός
αἱρέω
ἄϊρος
αἴρω
Αἶσα
αἰσθάνομαι
αἴσθημα
αἴσθησις
αἰσθητήριον
αἰσθητικός
αἰσθητός
View word page
αἱρετός
αἱρετός verb. adj. of αἱρέω that may be taken or conquered, Hdt.; that may be understood, Plat. (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, Plat., Hdt., etc.; ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Menand. chosen, elected, Plat., etc.

ShortDef

that may be taken (αἱρέω); chosen, elected (αἱρέομαι)

Debugging

Headword:
αἱρετός
Headword (normalized):
αἱρετός
Headword (normalized/stripped):
αιρετος
IDX:
891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n891
Key:
ai(reto/s

Data

{'content': 'αἱρετός\n verb. adj. of αἱρέω\n that may be taken or conquered, Hdt.; that may be understood, Plat.\n (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, Plat., Hdt., etc.; ζοῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος Menand.\n chosen, elected, Plat., etc.', 'key': 'ai(reto/s'}