Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρύψια
δρωπακίζω
δρῶπαξ
δυάς
δυάω
δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
View word page
δρυτόμος
δρυτόμος δρῠ-τόμος, ὁ, τέμνω a wood-cutter, Il.

ShortDef

a wood-cutter

Debugging

Headword:
δρυτόμος
Headword (normalized):
δρυτόμος
Headword (normalized/stripped):
δρυτομος
IDX:
8905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8908
Key:
druto/mos

Data

{'content': 'δρυτόμος\n δρῠ-τόμος, ὁ,\n τέμνω\n a wood-cutter, Il.', 'key': 'druto/mos'}