Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρύψια
δρωπακίζω
δρῶπαξ
δυάς
δυάω
View word page
δρύππα
δρύππα δρύππᾱ, ἡ, Lat. druppa, an over-ripe olive, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρύππα
Headword (normalized):
δρύππα
Headword (normalized/stripped):
δρυππα
IDX:
8901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8904
Key:
dru/ppa
Data
{'content': 'δρύππα\n δρύππᾱ, ἡ,\n Lat. druppa, an over-ripe olive, Anth.', 'key': 'dru/ppa'}