Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρύψια
δρωπακίζω
δρῶπαξ
δυάς
View word page
δρύοψ
δρύοψ δρύοψ, οπος, ὁ, a kind of woodpecker, Ar.

ShortDef

Dryops
woodpecker

Debugging

Headword:
δρύοψ
Headword (normalized):
δρύοψ
Headword (normalized/stripped):
δρυοψ
IDX:
8900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8903
Key:
dru/oy

Data

{'content': 'δρύοψ\n δρύοψ, οπος, ὁ,\n a kind of woodpecker, Ar.', 'key': 'dru/oy'}