Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρύψια
δρωπακίζω
View word page
δρυοκολάπτης
δρυοκολάπτης δρυο-κολάπτης, ου, ὁ; δρυκολάπτης Ar. κολάπτω the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.
ShortDef
the woodpecker
Debugging
Headword:
δρυοκολάπτης
Headword (normalized):
δρυοκολάπτης
Headword (normalized/stripped):
δρυοκολαπτης
IDX:
8898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8901
Key:
druokola/pths
Data
{'content': 'δρυοκολάπτης\n δρυο-κολάπτης, ου, ὁ; δρυκολάπτης Ar.\n κολάπτω\n the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.', 'key': 'druokola/pths'}