δρυοκολάπτης
δρυοκολάπτης
δρυο-κολάπτης, ου, ὁ; δρυκολάπτης Ar.
κολάπτω
the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.
{ "content": "δρυοκολάπτης\n δρυο-κολάπτης, ου, ὁ; δρυκολάπτης Ar.\n κολάπτω\n the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.", "key": "druokola/pths" }