Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρύψια
View word page
δρυοκοίτης
δρυοκοίτης δρυο-κοίτης, ου, κοίτη dweller on the oak, τέττιξ Anth.

ShortDef

dweller on the oak

Debugging

Headword:
δρυοκοίτης
Headword (normalized):
δρυοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
δρυοκοιτης
IDX:
8897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8900
Key:
druokoi/ths

Data

{'content': 'δρυοκοίτης\n δρυο-κοίτης, ου,\n κοίτη\n dweller on the oak, τέττιξ Anth.', 'key': 'druokoi/ths'}