Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
δρῦς
δρυτόμος
View word page
δρύϊνος
δρύϊνος δρύϊνος, η, ον δρῦς oaken, Od., Eur.; δρ. πῦρ a wood fire of oak-wood, Theocr.; μέλι δρ. honey from the hollow of an oak, Anth.
ShortDef
oaken
Debugging
Headword:
δρύϊνος
Headword (normalized):
δρύϊνος
Headword (normalized/stripped):
δρυινος
IDX:
8895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8898
Key:
dru/inos
Data
{'content': 'δρύϊνος\n δρύϊνος, η, ον\n δρῦς\n oaken, Od., Eur.; δρ. πῦρ a wood fire of oak-wood, Theocr.; μέλι δρ. honey from the hollow of an oak, Anth.', 'key': 'dru/inos'}