Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρύοχοι
δρύοψ
δρύππα
δρύπτω
δρῦς
View word page
δροσώδης
δροσώδης δροσ-ώδης, ες εἶδος like dew, moist, Eur.
ShortDef
like dew, moist
Debugging
Headword:
δροσώδης
Headword (normalized):
δροσώδης
Headword (normalized/stripped):
δροσωδης
IDX:
8893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8896
Key:
drosw/dhs
Data
{'content': 'δροσώδης\n δροσ-ώδης, ες\n εἶδος\n like dew, moist, Eur.', 'key': 'drosw/dhs'}