Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
View word page
δρομοκῆρυξ
δρομοκῆρυξ δρομο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ, a runner, postman, Aeschin.

ShortDef

a runner, postman

Debugging

Headword:
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized):
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized/stripped):
δρομοκηρυξ
IDX:
8888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8891
Key:
dromokh=ruc

Data

{'content': 'δρομοκῆρυξ\n δρομο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,\n a runner, postman, Aeschin.', 'key': 'dromokh=ruc'}