Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
δρυμός
δρυοκοίτης
View word page
δρομικός
δρομικός δρομικός, ή, όν δραμεῖν good at running, swift, fleet, Plat.; τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου the race, Xen.

ShortDef

good at running, swift, fleet

Debugging

Headword:
δρομικός
Headword (normalized):
δρομικός
Headword (normalized/stripped):
δρομικος
IDX:
8887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8890
Key:
dromiko/s

Data

{'content': 'δρομικός\n δρομικός, ή, όν\n δραμεῖν\n good at running, swift, fleet, Plat.; τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου the race, Xen.', 'key': 'dromiko/s'}