Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
δρύϊνος
View word page
δρομάω
δρομάω δρομάω, Frequent. of δραμεῖν, to run, only in perf. δεδρόμηκα, Aeolic -ᾱκα, Sapph., Babr.

ShortDef

to run

Debugging

Headword:
δρομάω
Headword (normalized):
δρομάω
Headword (normalized/stripped):
δρομαω
IDX:
8885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8888
Key:
droma/w

Data

{'content': 'δρομάω\n δρομάω,\n Frequent. of δραμεῖν, to run, only in perf. δεδρόμηκα, Aeolic -ᾱκα, Sapph., Babr.', 'key': 'droma/w'}