Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
Δρυάς
View word page
δρομάς
δρομάς δρομάς, άδος, δραμεῖν running, Eur.; ἄμπυξ δρ. the whirling wheel, Soph.; also with a neut. Noun, Eur. like φοιτάς, wildly roaming, frantic, Eur.

ShortDef

running

Debugging

Headword:
δρομάς
Headword (normalized):
δρομάς
Headword (normalized/stripped):
δρομας
IDX:
8884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8887
Key:
droma/s

Data

{'content': 'δρομάς\n δρομάς, άδος,\n δραμεῖν\n running, Eur.; ἄμπυξ δρ. the whirling wheel, Soph.; also with a neut. Noun, Eur.\n like φοιτάς, wildly roaming, frantic, Eur.', 'key': 'droma/s'}