Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
δροσώδης
View word page
δρομαῖος
δρομαῖος δρομαῖος ον δρόμος running at full speed, swift, fleet, Soph., Eur.; δρ. κάμηλος a dromedary, Plut.
ShortDef
running at full speed, swift, fleet
Debugging
Headword:
δρομαῖος
Headword (normalized):
δρομαῖος
Headword (normalized/stripped):
δρομαιος
IDX:
8883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8886
Key:
dromai=os
Data
{'content': 'δρομαῖος\n δρομαῖος ον\n δρόμος\n running at full speed, swift, fleet, Soph., Eur.; δρ. κάμηλος a dromedary, Plut.', 'key': 'dromai=os'}