Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
δρόσος
View word page
δροίτη
δροίτη δροίτη, ἡ, a bath, Aesch. deriv. uncertain

ShortDef

a bath

Debugging

Headword:
δροίτη
Headword (normalized):
δροίτη
Headword (normalized/stripped):
δροιτη
IDX:
8882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8885
Key:
droi/th

Data

{'content': 'δροίτη\n δροίτη, ἡ,\n a bath, Aesch.\n deriv. uncertain', 'key': 'droi/th'}