Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
δροσίζω
View word page
δρίος
δρίος , εος, τό, a copse, wood, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.; δρίος ὑλῆεν Anth.:—in pl. δρία, τά, (as if from δρίον) , Hes., Soph., Eur. From same Root as δρῦς.

ShortDef

a copse, wood, thicket

Debugging

Headword:
δρίος
Headword (normalized):
δρίος
Headword (normalized/stripped):
δριος
IDX:
8881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8884
Key:
dri/os

Data

{'content': 'δρίος\n , εος, τό, \n a copse, wood, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.; δρίος ὑλῆεν Anth.:—in pl. δρία, τά, (as if from δρίον) , Hes., Soph., Eur.\n From same Root as δρῦς.', 'key': 'dri/os'}