Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δροσερός
View word page
δριμύτης
δριμύτης from δρῑμύς δρῑμύτης, ητος, pungency: metaph. keenness, vehemence, Plat.
ShortDef
pungency, keenness
Debugging
Headword:
δριμύτης
Headword (normalized):
δριμύτης
Headword (normalized/stripped):
δριμυτης
IDX:
8880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8883
Key:
drimu/ths
Data
{'content': 'δριμύτης\n from δρῑμύς\n δρῑμύτης, ητος,\n pungency: metaph. keenness, vehemence, Plat.', 'key': 'drimu/ths'}