Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομικός
δρομοκῆρυξ
View word page
δριμύλος
δριμύλος δρῑμύλος (ῠ), ον = δριμύς piercing, Mosch.

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
δριμύλος
Headword (normalized):
δριμύλος
Headword (normalized/stripped):
δριμυλος
IDX:
8878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8881
Key:
drimu/los

Data

{'content': 'δριμύλος\n δρῑμύλος (ῠ), ον\n = δριμύς\n piercing, Mosch.', 'key': 'drimu/los'}