Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
δρομάς
δρομάω
View word page
δρησμοσύνη
δρησμοσύνη δρησμοσύνη, ἡ, = δρηστοσύνη Lat. cultus, Hhymn.
ShortDef
care of holy rites; running away
Debugging
Headword:
δρησμοσύνη
Headword (normalized):
δρησμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δρησμοσυνη
IDX:
8875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8878
Key:
drhsmosu/nh
Data
{'content': 'δρησμοσύνη\n δρησμοσύνη, ἡ,\n = δρηστοσύνη\n Lat. cultus, Hhymn.', 'key': 'drhsmosu/nh'}