Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
δρηστήρ
δρηστοσύνη
δριμύλος
δριμύς
δριμύτης
δρίος
δροίτη
δρομαῖος
View word page
δρέπτω
δρέπτω poet. for δρέπω, to pluck, Epic imperf. δρέπτον, Mosch.: so in Mid., Anth.

ShortDef

to pluck

Debugging

Headword:
δρέπτω
Headword (normalized):
δρέπτω
Headword (normalized/stripped):
δρεπτω
IDX:
8873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8876
Key:
dre/ptw

Data

{'content': 'δρέπτω\n poet. for δρέπω,\n to pluck, Epic imperf. δρέπτον, Mosch.: so in Mid., Anth.', 'key': 'dre/ptw'}