Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
δρέπτω
View word page
δραστήριος
δραστήριος δραστήριος, ον ; δραστικός η ον Plat. δράω vigorous, active, efficacious, Aesch., Eur.: τὸ δρ. activity, energy, Thuc. in bad sense, audacious, Eur.

ShortDef

vigorous, active, efficacious

Debugging

Headword:
δραστήριος
Headword (normalized):
δραστήριος
Headword (normalized/stripped):
δραστηριος
IDX:
8863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8866
Key:
drasth/rios

Data

{'content': 'δραστήριος\n δραστήριος, ον\n ; δραστικός η ον Plat.\n δράω\n vigorous, active, efficacious, Aesch., Eur.: τὸ δρ. activity, energy, Thuc.\n in bad sense, audacious, Eur.', 'key': 'drasth/rios'}