Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
δρεπανουργός
View word page
δραστέος
δραστέος verb. adj. of δράω to be done, Soph. δραστέον, one must do, Soph., Eur.

ShortDef

to be done

Debugging

Headword:
δραστέος
Headword (normalized):
δραστέος
Headword (normalized/stripped):
δραστεος
IDX:
8862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8865
Key:
draste/os

Data

{'content': 'δραστέος\n verb. adj. of δράω\n to be done, Soph.\n δραστέον, one must do, Soph., Eur.', 'key': 'draste/os'}