Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
δρέπανον
View word page
δράσσομαι
δράσσομαι Dep. Attic to grasp, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος clutching a handsful of dust, Il.; so, ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. to lay hold of, τί μου δέδαρξαι; Eur.; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theocr. c. acc. rei, to take by handsful, Hdt.

ShortDef

to grasp

Debugging

Headword:
δράσσομαι
Headword (normalized):
δράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
δρασσομαι
IDX:
8861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8864
Key:
dra/ssomai

Data

{'content': 'δράσσομαι\n Dep.\n Attic to grasp, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος clutching a handsful of dust, Il.; so, ἐλπίδος δεδραγμένος Soph.\n to lay hold of, τί μου δέδαρξαι; Eur.; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theocr.\n c. acc. rei, to take by handsful, Hdt.', 'key': 'dra/ssomai'}