Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανοειδής
View word page
δρασμός
δρασμός -ου, ὁ; also δρησ-, Ιonic διδράσκω a running away, flight, Hdt., Aesch.; in pl., Eur.
ShortDef
a running away, flight
Debugging
Headword:
δρασμός
Headword (normalized):
δρασμός
Headword (normalized/stripped):
δρασμος
IDX:
8860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8863
Key:
drasmo/s
Data
{'content': 'δρασμός\n-ου, ὁ; also δρησ-, Ιonic\n διδράσκω\n a running away, flight, Hdt., Aesch.; in pl., Eur.', 'key': 'drasmo/s'}