Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
δρεπάνη
View word page
δρασείω
δρασείω δρᾱσείω, Desiderat. of δράω to have a mind to do, to be going to do, Soph., Eur.

ShortDef

to have a mind to do, to be going to do

Debugging

Headword:
δρασείω
Headword (normalized):
δρασείω
Headword (normalized/stripped):
δρασειω
IDX:
8858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8861
Key:
drasei/w

Data

{'content': 'δρασείω\n δρᾱσείω,\n Desiderat. of δράω\n to have a mind to do, to be going to do, Soph., Eur.', 'key': 'drasei/w'}