Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
δράω
View word page
δραπετικός
δραπετικός δρᾱπετικός, ή, όν of or for a δραπέτης, δρ. θρίαμβος a triumph over a runaway slave, Plut.
ShortDef
of or for a δραπέτης, a runaway slave
Debugging
Headword:
δραπετικός
Headword (normalized):
δραπετικός
Headword (normalized/stripped):
δραπετικος
IDX:
8857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8860
Key:
drapetiko/s
Data
{'content': 'δραπετικός\n δρᾱπετικός, ή, όν\n of or for a δραπέτης, δρ. θρίαμβος a triumph over a runaway slave, Plut.', 'key': 'drapetiko/s'}