Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
δρατός
δραχμή
δραχμιαῖος
View word page
δραπέτης
δραπέτης δρᾱπέτης, ου, also δρη-, Ionic; δραπετίδης, Mosch.; δραπέτις, ιδος ἡ Anth.; δραπετίσκος, ου, ὁ, diminutive Luc. διδράσκω a runaway, Lat. fugitivus, βασιλέος from the king, Hdt.:— a runaway slave, Hdt. as adj., runaway, fugitive, δραπέτης κλῆρος a lot of fugitive kind, i. e. crumbling clod of earth, which could not be drawn out of the urn, Soph.

ShortDef

a runaway

Debugging

Headword:
δραπέτης
Headword (normalized):
δραπέτης
Headword (normalized/stripped):
δραπετης
IDX:
8856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8859
Key:
drape/ths

Data

{'content': 'δραπέτης\n δρᾱπέτης, ου, also δρη-, Ionic; δραπετίδης, Mosch.; δραπέτις, ιδος ἡ Anth.; δραπετίσκος, ου, ὁ, diminutive Luc.\n διδράσκω\n a runaway, Lat. fugitivus, βασιλέος from the king, Hdt.:— a runaway slave, Hdt.\n as adj., runaway, fugitive, δραπέτης κλῆρος a lot of fugitive kind, i. e. crumbling clod of earth, which could not be drawn out of the urn, Soph.', 'key': 'drape/ths'}