Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δραστήριος
View word page
δραματουργός
δραματουργός δρᾱμᾰτ-ουργός, όν *ἔργω a dramatist.
ShortDef
a dramatist
Debugging
Headword:
δραματουργός
Headword (normalized):
δραματουργός
Headword (normalized/stripped):
δραματουργος
IDX:
8853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8856
Key:
dramatourgo/s
Data
{'content': 'δραματουργός\n δρᾱμᾰτ-ουργός, όν\n *ἔργω\n a dramatist.', 'key': 'dramatourgo/s'}