Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
View word page
δραματουργία
δραματουργία δρᾱμᾰτουργία, ἡ, dramatic work, a drama, Luc. from δρᾱμᾰτουργός

ShortDef

dramatic work, a drama

Debugging

Headword:
δραματουργία
Headword (normalized):
δραματουργία
Headword (normalized/stripped):
δραματουργια
IDX:
8852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8855
Key:
dramatourgi/a

Data

{'content': 'δραματουργία\n δρᾱμᾰτουργία, ἡ,\n dramatic work, a drama, Luc.\n from δρᾱμᾰτουργός', 'key': 'dramatourgi/a'}