Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
δράσιμος
View word page
δρακοντώδης
δρακοντώδης δρᾰκοντ-ώδης, ες εἶδος snake-like, Eur.

ShortDef

snake-like

Debugging

Headword:
δρακοντώδης
Headword (normalized):
δρακοντώδης
Headword (normalized/stripped):
δρακοντωδης
IDX:
8849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8852
Key:
drakontw/dhs

Data

{'content': 'δρακοντώδης\n δρᾰκοντ-ώδης, ες\n εἶδος\n snake-like, Eur.', 'key': 'drakontw/dhs'}