Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δρασείω
View word page
δρακοντόμαλλος
δρακοντόμαλλος δρᾰκοντό-μαλλος, ον with snaky locks, Aesch.
ShortDef
with snaky locks
Debugging
Headword:
δρακοντόμαλλος
Headword (normalized):
δρακοντόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
δρακοντομαλλος
IDX:
8848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8851
Key:
drakonto/mallos
Data
{'content': 'δρακοντόμαλλος\n δρᾰκοντό-μαλλος, ον\n with snaky locks, Aesch.', 'key': 'drakonto/mallos'}