Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραπετεύω
View word page
δράκαινα
δράκαινα δράκαινα, ης, ἡ, fem. of δράκων, cf. Λάκαινα a shedragon, Hhymn., Aesch., Eur.

ShortDef

a shedragon

Debugging

Headword:
δράκαινα
Headword (normalized):
δράκαινα
Headword (normalized/stripped):
δρακαινα
IDX:
8845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8848
Key:
dra/kaina

Data

{'content': 'δράκαινα\n δράκαινα, ης, ἡ,\n fem. of δράκων, cf. Λάκαινα\n a shedragon, Hhymn., Aesch., Eur.', 'key': 'dra/kaina'}