Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
δραματουργία
δραματουργός
View word page
δραγμός
δραγμός δραγμός, ὁ, δράσσομαι a grasping, Eur.
ShortDef
a grasping
Debugging
Headword:
δραγμός
Headword (normalized):
δραγμός
Headword (normalized/stripped):
δραγμος
IDX:
8843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8846
Key:
dragmo/s
Data
{'content': 'δραγμός\n δραγμός, ὁ,\n δράσσομαι\n a grasping, Eur.', 'key': 'dragmo/s'}