Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
δρᾶμα
View word page
δραγματηφόρος
δραγματηφόρος δραγμᾰτη-φόρος, ον φέρω carrying sheaves, Babr.
ShortDef
carrying sheaves
Debugging
Headword:
δραγματηφόρος
Headword (normalized):
δραγματηφόρος
Headword (normalized/stripped):
δραγματηφορος
IDX:
8841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8844
Key:
dragmathfo/ros
Data
{'content': 'δραγματηφόρος\n δραγμᾰτη-φόρος, ον\n φέρω\n carrying sheaves, Babr.', 'key': 'dragmathfo/ros'}