Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντώδης
δράκων
View word page
δράγμα
δράγμα δράγμα, ατος, τό, δράξ δρακός ἡ Batr. δράσσομαι as much as one can grasp, a handful, truss of corn, Lat. manipulus, Il.:—also a sheaf, = ἄμαλλα, Xen. uncut corn, Anth., Luc.

ShortDef

as much as one can grasp, a handful, truss

Debugging

Headword:
δράγμα
Headword (normalized):
δράγμα
Headword (normalized/stripped):
δραγμα
IDX:
8840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8843
Key:
dra/gma

Data

{'content': 'δράγμα\n δράγμα, ατος, τό,\n δράξ δρακός ἡ Batr.\n δράσσομαι\n as much as one can grasp, a handful, truss of corn, Lat. manipulus, Il.:—also a sheaf, = ἄμαλλα, Xen.\n uncut corn, Anth., Luc.', 'key': 'dra/gma'}