Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
View word page
δοχμόομαι
δοχμόομαι δοχμόομαι, Pass. to turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning to rip up his enemy, Hes.; so of Hermes turning to dart through the key-hole, Hhymn.

ShortDef

to turn sideways

Debugging

Headword:
δοχμόομαι
Headword (normalized):
δοχμόομαι
Headword (normalized/stripped):
δοχμοομαι
IDX:
8838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8841
Key:
doxmo/omai

Data

{'content': 'δοχμόομαι\n δοχμόομαι,\n Pass. to turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning to rip up his enemy, Hes.; so of Hermes turning to dart through the key-hole, Hhymn.', 'key': 'doxmo/omai'}