Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
δρακόντειος
δρακοντολέτης
View word page
δοχμόλοφος
δοχμόλοφος δοχμό-λοφος, ον with slanting, nodding plume, Aesch.
ShortDef
with slanting, nodding plume
Debugging
Headword:
δοχμόλοφος
Headword (normalized):
δοχμόλοφος
Headword (normalized/stripped):
δοχμολοφος
IDX:
8837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8840
Key:
doxmo/lofos
Data
{'content': 'δοχμόλοφος\n δοχμό-λοφος, ον\n with slanting, nodding plume, Aesch.', 'key': 'doxmo/lofos'}