Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
δραγματηφόρος
δραγμεύω
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
View word page
δοχμή
δοχμή ἡ or δόχμη, δέχομαι the space contained in a handʼs breadth, the same as παλαστή, Ar.
ShortDef
the space contained in a hand's breadth
Debugging
Headword:
δοχμή
Headword (normalized):
δοχμή
Headword (normalized/stripped):
δοχμη
IDX:
8835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8838
Key:
doxmh/
Data
{'content': 'δοχμή\n ἡ\n or δόχμη, \n δέχομαι\n the space contained in a handʼs breadth, the same as παλαστή, Ar.', 'key': 'doxmh/'}