Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δράγμα
View word page
δουριτυπής
δουριτυπής δουρι-τῠπής, ές τύπτω wood-cutting, Anth.
ShortDef
wood-cutting
Debugging
Headword:
δουριτυπής
Headword (normalized):
δουριτυπής
Headword (normalized/stripped):
δουριτυπης
IDX:
8830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8833
Key:
dourituph/s
Data
{'content': 'δουριτυπής\n δουρι-τῠπής, ές\n τύπτω\n wood-cutting, Anth.', 'key': 'dourituph/s'}