Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
View word page
δουρικλειτός
δουρικλειτός δουρικλειτός ον δουρικλυτός ον famed for the spear, Hom.
ShortDef
famed for the spear
Debugging
Headword:
δουρικλειτός
Headword (normalized):
δουρικλειτός
Headword (normalized/stripped):
δουρικλειτος
IDX:
8828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8831
Key:
dourikleito/s
Data
{'content': 'δουρικλειτός\n δουρικλειτός ον\n δουρικλυτός ον\n famed for the spear, Hom.', 'key': 'dourikleito/s'}