Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
δοχμόλοφος
View word page
δουρηνεκής
δουρηνεκής δουρ-ηνεκής, ές ἐνεγκεῖν a spearʼs throw off or distant, only in neut. as adv., Il.

ShortDef

a spear's throw off

Debugging

Headword:
δουρηνεκής
Headword (normalized):
δουρηνεκής
Headword (normalized/stripped):
δουρηνεκης
IDX:
8827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8830
Key:
dourhnekh/s

Data

{'content': 'δουρηνεκής\n δουρ-ηνεκής, ές\n ἐνεγκεῖν\n a spearʼs throw off or distant, only in neut. as adv., Il.', 'key': 'dourhnekh/s'}