δουράτεος
δουράτεος
δουράτεος, α, ον
δούρειος, α ον, Eur. Plat.
δούριος α ον Ar.
δόρυ
of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.
{
"content": "δουράτεος\n δουράτεος, α, ον\n δούρειος, α ον, Eur. Plat.\n δούριος α ον Ar.\n δόρυ\n of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.",
"key": "doura/teos"
}