Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
δουριτυπής
δουροδόκη
δουροτόμος
δοχεῖον
δοχή
δοχμή
δόχμιος
View word page
δουράτεος
δουράτεος δουράτεος, α, ον δούρειος, α ον, Eur. Plat. δούριος α ον Ar. δόρυ of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.
ShortDef
of planks
Debugging
Headword:
δουράτεος
Headword (normalized):
δουράτεος
Headword (normalized/stripped):
δουρατεος
IDX:
8826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8829
Key:
doura/teos
Data
{'content': 'δουράτεος\n δουράτεος, α, ον\n δούρειος, α ον, Eur. Plat.\n δούριος α ον Ar.\n δόρυ\n of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.', 'key': 'doura/teos'}