Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
δουρηνεκής
δουρικλειτός
δουρίπηκτος
View word page
δουλοσύνη
δουλοσύνη from δοῦλος δουλοσύνη, ἡ, slavery, slavish work, Od., Aesch., Eur.

ShortDef

slavery, slavish work

Debugging

Headword:
δουλοσύνη
Headword (normalized):
δουλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δουλοσυνη
IDX:
8819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8822
Key:
doulosu/nh

Data

{'content': 'δουλοσύνη\n from δοῦλος\n δουλοσύνη, ἡ,\n slavery, slavish work, Od., Aesch., Eur.', 'key': 'doulosu/nh'}