Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
δουράτεος
View word page
δουλοπρέπεια
δουλοπρέπεια δουλο-πρέπεια, ἡ, a slavish spirit, Plat. from δουλοπρεπής
ShortDef
a slavish spirit
Debugging
Headword:
δουλοπρέπεια
Headword (normalized):
δουλοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
δουλοπρεπεια
IDX:
8816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8819
Key:
doulopre/peia
Data
{'content': 'δουλοπρέπεια\n δουλο-πρέπεια, ἡ,\n a slavish spirit, Plat.\n from δουλοπρεπής', 'key': 'doulopre/peia'}