δουλοπρέπεια
δουλοπρέπεια
δουλο-πρέπεια, ἡ,
a slavish spirit, Plat.
from δουλοπρεπής
{
"content": "δουλοπρέπεια\n δουλο-πρέπεια, ἡ,\n a slavish spirit, Plat.\n from δουλοπρεπής",
"key": "doulopre/peia"
}