Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
δουπήτωρ
δοῦπος
View word page
δούλιος
δούλιος δούλιος, α, ον δοῦλος slavish, servile, δούλιον ἦμαρ the day of slavery, Il.: δ. φρήν a slaveʼs mind, Aesch.
ShortDef
slavish, servile
Debugging
Headword:
δούλιος
Headword (normalized):
δούλιος
Headword (normalized/stripped):
δουλιος
IDX:
8815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8818
Key:
dou/lios
Data
{'content': 'δούλιος\n δούλιος, α, ον\n δοῦλος\n slavish, servile, δούλιον ἦμαρ the day of slavery, Il.: δ. φρήν a slaveʼs mind, Aesch.', 'key': 'dou/lios'}