Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
δούλωσις
δουπέω
View word page
δουλεύω
δουλεύω δοῦλος to be a slave, τινί to one, Plat., etc.; παρά τινι Dem.; c. acc. cogn., δουλείαν δ. Xen. to serve or be subject to, opp. to ἄρχω, Hdt., etc.; τῆι γῆι δ. to be a slave to oneʼs land, i. e. submit to indignities that one may keep it, Thuc.

ShortDef

to be a slave

Debugging

Headword:
δουλεύω
Headword (normalized):
δουλεύω
Headword (normalized/stripped):
δουλευω
IDX:
8813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8816
Key:
douleu/w

Data

{'content': 'δουλεύω\n δοῦλος\n to be a slave, τινί to one, Plat., etc.; παρά τινι Dem.; c. acc. cogn., δουλείαν δ. Xen.\n to serve or be subject to, opp. to ἄρχω, Hdt., etc.; τῆι γῆι δ. to be a slave to oneʼs land, i. e. submit to indignities that one may keep it, Thuc.', 'key': 'douleu/w'}